σκαλίας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(37)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />το εσωτερικό περιφερειακό [[τμήμα]] της αγκινάρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].
|mltxt=ὁ, Α<br />το εσωτερικό περιφερειακό [[τμήμα]] της αγκινάρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καπν</i>-<i>ίας</i>), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">fruit-shell of the κάκτος</b> (Thphr.); cf. e.g. OHG [[scala]] [[shell]], [[pod]] and Strömberg Theophrastea 166.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Furnée 373 adduces <b class="b3">ἀσκαλία</b>, <b class="b3">ἀσκάληρον</b> <b class="b2">the fruit of the artichoke</b>; so the word is Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 07:00, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλίας Medium diacritics: σκαλίας Low diacritics: σκαλίας Capitals: ΣΚΑΛΙΑΣ
Transliteration A: skalías Transliteration B: skalias Transliteration C: skalias Beta Code: skali/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A found d' artichaut, Thphr.HP6.4.11; cf. ἀσκάληρον.

German (Pape)

[Seite 888] ὁ, der Kopf od. die Frucht der Artischocke, κάκτος, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλίας: -ου, ὁ, ἡ κορυφὴ τῆς κάκτου («φραγκοσυκιᾶς») ἢ ἀγινάρας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το εσωτερικό περιφερειακό τμήμα της αγκινάρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + επίθημα -ίας (πρβλ. καπν-ίας), πιθ. λόγω του ότι βρίσκεται στο εσωτερικό του φυτού].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: fruit-shell of the κάκτος (Thphr.); cf. e.g. OHG scala shell, pod and Strömberg Theophrastea 166.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Furnée 373 adduces ἀσκαλία, ἀσκάληρον the fruit of the artichoke; so the word is Pre-Greek.