σμῖλος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(38) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[φυτό]] [[μίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σμῖλαξ]]. Για τους παρλλ. τ. [[σμῖλος]]: [[σμῖλαξ]], <b>πρβλ.</b> [[οἶσος]]: <i>οἶσαξ</i>, [[ὄροβος]]: [[ὀρόβαξ]]. | |mltxt=ἡ, Α<br />το [[φυτό]] [[μίλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[σμῖλαξ]]. Για τους παρλλ. τ. [[σμῖλος]]: [[σμῖλαξ]], <b>πρβλ.</b> [[οἶσος]]: <i>οἶσαξ</i>, [[ὄροβος]]: [[ὀρόβαξ]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σμῖλαξ]] | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 3 January 2019
English (LSJ)
ἡ,=
A μῖλος, σμῖλαξ 11, yew, Call.Fr.100f.48, Nic.Al.611, Dsc.4.79.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ od. ἡ, poet. statt σμῖλαξ, Nic. Al. 610, ἐλατηΐς.
Greek (Liddell-Scott)
σμῖλος: ὁ, = μῖλος, ἡ «σμιλακιά», σμῖλαξ, Νικ. Ἀλεξιφ. 624 (611). - Καθ’ Ἡσύχ.: «δένδρον (ἐλάτῃ ὅμοιον). οἱ δὲ πρῖνος. ἄλλοι μίλακα, ᾗ στεφανοῦνται».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το φυτό μίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ.
Frisk Etymological English
See also: s. σμῖλαξ