στόβος: Difference between revisions
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
(38) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αλαζονεία]] («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[ὄνειδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[στέμβω]] «[[υβρίζω]], [[χλευάζω]]» [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[αλαζονεία]] («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λοιδορία]], [[ὄνειδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[στέμβω]] «[[υβρίζω]], [[χλευάζω]]» [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>βλ.</b> και λ. [[στέμβω]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[στέμβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A abuse, bad language, insolence, κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους Lyc.395, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 945] ὁ, das Schelten, Schimpfen; – auch Großprahlerei, Lycophr. 395.
Greek (Liddell-Scott)
στόβος: ὁ, λοιδορία, ὄνειδος, κακολογία, Ἡσύχ. (ἐκ τοῦ στόμφος). ΙΙ. = φλυαρία, ἀλαζονεία, κόμπος, Λυκόφρ. 395.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα -μ- (βλ. και λ. στέμβω)].
Frisk Etymological English
See also: s. στέμβω.