θέμιστα: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(2b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θέμιστα''': θέμιστας, ἴδε ἐν λ. [[θέμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θέμιστα]]˙ ἔννομα, [[νόμιμα]]»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
|lstext='''θέμιστα''': θέμιστας, ἴδε ἐν λ. [[θέμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θέμιστα]]· ἔννομα, [[νόμιμα]]»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,

   A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα· ἔννομα, νόμιμα»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».

Greek Monotonic

θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.

Russian (Dvoretsky)

θέμιστα: acc. sing. к θέμις.