ξυλεύς: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
(27)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλεύς''': έως, ὁ, [[οἰκέτης]] παρέχων ξύλα εἰς τὰς θυσίαν, ἰδίως [[οἰκέτης]] τοῦ ναοῦ τοῦ [[Διός]], Παυσ. 5. 13, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ξυλεύς]]˙ τὰ ξύλα παρέχων [[δοῦλος]]».
|lstext='''ξῠλεύς''': έως, ὁ, [[οἰκέτης]] παρέχων ξύλα εἰς τὰς θυσίαν, ἰδίως [[οἰκέτης]] τοῦ ναοῦ τοῦ [[Διός]], Παυσ. 5. 13, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ξυλεύς]]· τὰ ξύλα παρέχων [[δοῦλος]]».
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυλοκόπος]], αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα<br /><b>2.</b> [[δούλος]] του ναού του [[Διός]] ο [[οποίος]] έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>εύς</i>, <i>κεραμ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=[[ξυλεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυλοκόπος]], αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα<br /><b>2.</b> [[δούλος]] του ναού του [[Διός]] ο [[οποίος]] έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>εύς</i>, <i>κεραμ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:34, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλεύς Medium diacritics: ξυλεύς Low diacritics: ξυλεύς Capitals: ΞΥΛΕΥΣ
Transliteration A: xyleús Transliteration B: xyleus Transliteration C: ksyleys Beta Code: culeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A woodcutter, of a sacrificial attendant, SIG1021.31 (Olympia, i B. C.), Paus.5.13.2,5.15.10, Hsch.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, Holzsammler, Paus. 5, 13; bei Hesych. ὁ ξύλα παρέχων δοῦλος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλεύς: έως, ὁ, οἰκέτης παρέχων ξύλα εἰς τὰς θυσίαν, ἰδίως οἰκέτης τοῦ ναοῦ τοῦ Διός, Παυσ. 5. 13, 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυλεύς· τὰ ξύλα παρέχων δοῦλος».

Greek Monolingual

ξυλεύς, ὁ (Α)
1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα
2. δούλος του ναού του Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -εύς (πρβλ. καλαμ-εύς, κεραμ-εύς)].