άναυλος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(4)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά.———————— <b>(II)</b><br />-η, -ο [[ναύλος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] ναύλο, [[χωρίς]] να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο<br /><b>2.</b> αυτός που έφυγε βιαστικά «[[εκών]] [[άκων]]», σαν κυνηγημένος.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[ναύλος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] ναύλο, [[χωρίς]] να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο<br /><b>2.</b> αυτός που έφυγε βιαστικά «[[εκών]] [[άκων]]», σαν κυνηγημένος.
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἄναυλος, -ον (Α) αυλός
1. (για τραγούδι) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό
2. εκείνος που δεν παίζει αυλό
3. άμουσος, ακαλλιέργητος μουσικά.
(II)
-η, -ο ναύλος
1. χωρίς ναύλο, χωρίς να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο
2. αυτός που έφυγε βιαστικά «εκών άκων», σαν κυνηγημένος.