άναυλος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(4) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄναυλος]], -ον (Α) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> (για [[τραγούδι]]) εκείνο που δεν συνοδεύεται από αυλό<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν παίζει αυλό<br /><b>3.</b> [[άμουσος]], [[ακαλλιέργητος]] μουσικά.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο [[ναύλος]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] ναύλο, [[χωρίς]] να πληρωθεί ή να πληρώσει ναύλο<br /><b>2.</b> αυτός που έφυγε βιαστικά «[[εκών]] [[άκων]]», σαν κυνηγημένος. | ||
}} | }} |