εἰληδόν: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἰληδόν]] και εἰληδά (Α)<br /><b>επίρρ.</b> «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.———————— <b>(II)</b><br />[[εἰληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> περίπλοκα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἰληδόν]] και εἰληδά (Α)<br /><b>επίρρ.</b> «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.<br /><b>(II)</b><br />[[εἰληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> περίπλοκα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:15, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰληδόν Medium diacritics: εἰληδόν Low diacritics: ειληδόν Capitals: ΕΙΛΗΔΟΝ
Transliteration A: eilēdón Transliteration B: eilēdon Transliteration C: eilidon Beta Code: ei)lhdo/n

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη)

   A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.    II (εἰλέω) by twisting or coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).