κανέλα: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(19)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />εμπορική [[ονομασία]] ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, [[είναι]] μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.———————— <b>(II)</b><br />και κανέλλα 1. [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας κανελλίδες<br /><b>2.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του τροπικού φυτού [[κιννάμωμον]]<br /><b>3.</b> ο [[αρωματικός]] [[φλοιός]] του φυτού [[κιννάμωμο]] που χρησιμοποιείται ως [[μπαχαρικό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «από την Πόλη [[έρχομαι]] και στην [[κορφή]] [[κανέλα]]» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα [[μεταξύ]] τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cann</i>-<i>ella</i>, υποκορ. του λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />εμπορική [[ονομασία]] ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, [[είναι]] μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.<br /><b>(II)</b><br />και κανέλλα 1. [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας κανελλίδες<br /><b>2.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του τροπικού φυτού [[κιννάμωμον]]<br /><b>3.</b> ο [[αρωματικός]] [[φλοιός]] του φυτού [[κιννάμωμο]] που χρησιμοποιείται ως [[μπαχαρικό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «από την Πόλη [[έρχομαι]] και στην [[κορφή]] [[κανέλα]]» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα [[μεταξύ]] τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cann</i>-<i>ella</i>, υποκορ. του λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η
εμπορική ονομασία ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, είναι μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.
(II)
και κανέλλα 1. γένος φυτών της οικογένειας κανελλίδες
2. δημώδης ονομασία του τροπικού φυτού κιννάμωμον
3. ο αρωματικός φλοιός του φυτού κιννάμωμο που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό
4. φρ. «από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα μεταξύ τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. cann-ella, υποκορ. του λατ. canna «καλάμι» < αρχ. ελλ. κάννα «καλάμι»].