ονύχιον: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(29)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀνύχιον]], τὸ (Α) [<i>όνυξ</i>, -<i>υχος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για όρνεο) [[νύχι]] μικρού μεγέθους, [[νυχάκι]]<br /><b>2.</b> η [[χηλή]] του χοίρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του κερατοειδούς τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία επέρχεται [[διαπύηση]] και αποσκλήρωση που εμφανίζει την [[εικόνα]] νυχιού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.———————— <b>(II)</b><br />[[ὀνύχιον]], τὸ (Α) [<i>όνυξ</i>, -<i>υχος</i> (II)]<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀνύχιον]], τὸ (Α) [<i>όνυξ</i>, -<i>υχος</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για όρνεο) [[νύχι]] μικρού μεγέθους, [[νυχάκι]]<br /><b>2.</b> η [[χηλή]] του χοίρου<br /><b>3.</b> [[πάθηση]] του κερατοειδούς τών οφθαλμών [[κατά]] την οποία επέρχεται [[διαπύηση]] και αποσκλήρωση που εμφανίζει την [[εικόνα]] νυχιού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀνύχιον]], τὸ (Α) [<i>όνυξ</i>, -<i>υχος</i> (II)]<br />[[είδος]] ημιπολύτιμου λίθου.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι
2. η χηλή του χοίρου
3. πάθηση του κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού
4. φρ. «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.
(II)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (II)]
είδος ημιπολύτιμου λίθου.