πένα: Difference between revisions
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(31) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και παλ. γρφ. [[πέννα]], η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της μελανογραφίδας από μακρύ [[φτερό]] της πτέρυγας ή της ουράς πτηνού, που χρησιμοποιήθηκαν τον Μεσαίωνα για τον σκοπό αυτό ύστερα από όξυνση του κυλινδρικού άκρου τους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] μεταλλικό όργανο [[γραφής]]<br /><b>3.</b> μικρό και [[λεπτό]], κοκάλινο ή πλαστικό, [[έλασμα]] με το οποίο οι μουσικοί νύσσουν τις χορδές ορισμένων μουσικών οργάνων<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] ιστίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει δυνατή [[πένα]]» — γράφει ωραία<br />β) «στην [[πένα]]» — άψογα, [[έξοχα]], τέλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>penna</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>penna</i> «[[φτερό]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και παλ. γρφ. [[πέννα]], η<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] της μελανογραφίδας από μακρύ [[φτερό]] της πτέρυγας ή της ουράς πτηνού, που χρησιμοποιήθηκαν τον Μεσαίωνα για τον σκοπό αυτό ύστερα από όξυνση του κυλινδρικού άκρου τους<br /><b>2.</b> [[κάθε]] μεταλλικό όργανο [[γραφής]]<br /><b>3.</b> μικρό και [[λεπτό]], κοκάλινο ή πλαστικό, [[έλασμα]] με το οποίο οι μουσικοί νύσσουν τις χορδές ορισμένων μουσικών οργάνων<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> [[είδος]] ιστίου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει δυνατή [[πένα]]» — γράφει ωραία<br />β) «στην [[πένα]]» — άψογα, [[έξοχα]], τέλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>penna</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>penna</i> «[[φτερό]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η<br />[[υποδιαίρεση]] της αγγλικής λίρας, το ένα δωδέκατο του σελινίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αγγλ. <i>penny</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
και παλ. γρφ. πέννα, η
1. κοινή ονομασία της μελανογραφίδας από μακρύ φτερό της πτέρυγας ή της ουράς πτηνού, που χρησιμοποιήθηκαν τον Μεσαίωνα για τον σκοπό αυτό ύστερα από όξυνση του κυλινδρικού άκρου τους
2. κάθε μεταλλικό όργανο γραφής
3. μικρό και λεπτό, κοκάλινο ή πλαστικό, έλασμα με το οποίο οι μουσικοί νύσσουν τις χορδές ορισμένων μουσικών οργάνων
4. ναυτ. είδος ιστίου
5. φρ. α) «έχει δυνατή πένα» — γράφει ωραία
β) «στην πένα» — άψογα, έξοχα, τέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. penna < λατ. penna «φτερό»].
(II)
η
υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας, το ένα δωδέκατο του σελινίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. penny].