ουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(30)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρίζω]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ορίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[οὐρίζω]]) [[[ούρος]] (II)]<br /><b>πιθ.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[λόγια]] και ευχές) [[μεταφέρω]] με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν [[ἕκαθεν]] οὐρίσας [[ἔνθα]] σ' ἔχουσιν εὐναί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρίζω]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ορίζω]].<br /> <b>(II)</b><br />(Α [[οὐρίζω]]) [[[ούρος]] (II)]<br /><b>πιθ.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[λόγια]] και ευχές) [[μεταφέρω]] με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν [[ἕκαθεν]] οὐρίσας [[ἔνθα]] σ' ἔχουσιν εὐναί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.
(II)
οὐρίζω) [[[ούρος]] (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).