σμιλεύω: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]]. | |lsmtext='''σμῑλεύω:''' [[σκαλίζω]], [[γλύφω]] με [[λεπτότητα]], [[λαξεύω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σμῑλεύω,<br />to [[carve]] [[finely]]. [from σμί¯λη] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 911] wie γλύφω, sein od. künstlich ausschneiden, schnitzeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σμῑλεύω: γλύφω λεπτῶς, «σκαλίζω», Γρηγ. Ναζ.· μεταφορ., σμ. ἐννοίας Εὐστ. Πονημάτ. 106. 29.
French (Bailly abrégé)
entailler avec un ciseau.
Étymologie: σμίλη.
Greek Monolingual
ΜΝΑ
κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο-σμιλεύω, δια-σμιλεύω)].
Greek Monotonic
σμῑλεύω: σκαλίζω, γλύφω με λεπτότητα, λαξεύω.