ἀποδειλίασις: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποδειλίᾱσις:''' εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.
|elrutext='''ἀποδειλίᾱσις:''' εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδειλιάω]]<br />[[great]] [[cowardice]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδειλίᾱσις Medium diacritics: ἀποδειλίασις Low diacritics: αποδειλίασις Capitals: ΑΠΟΔΕΙΛΙΑΣΙΣ
Transliteration A: apodeilíasis Transliteration B: apodeiliasis Transliteration C: apodeiliasis Beta Code: a)podeili/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A cowardice, Plb.3.103.2; ἀ.πρόστινα Plu.Alex. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποδειλιᾶν, μεγάλη δειλία, φόβος καὶ τρόμος, Πολύβ. 3. 103, 2· ἀπ. πρός τινα Πλουτ. Ἀλέξ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
crainte, lâcheté.
Étymologie: ἀποδειλιάω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
cobardía Plb.3.103.2, Plb.35.4.4, πρὸς Ἰνδούς Plu.Alex.13.

Greek Monolingual

ἀποδειλίασις, η (Α)
η μεγάλη δειλία.

Greek Monotonic

ἀποδειλίᾱσις: -εως, ἡ, μεγάλη δειλία, υπερβολικός φόβος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδειλίᾱσις: εως ἡ робость, малодушие Polyb., Plut.

Middle Liddell

[from ἀποδειλιάω
great cowardice, Plut.