ἀνδροθνής: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(1)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνδροθνής:''' ῆτος adj. Aesch. = [[ἀνδροδάϊκτος]].
|elrutext='''ἀνδροθνής:''' ῆτος adj. Aesch. = [[ἀνδροδάϊκτος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[θνήσκω]]<br />[[murderous]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροθνής Medium diacritics: ἀνδροθνής Low diacritics: ανδροθνής Capitals: ΑΝΔΡΟΘΝΗΣ
Transliteration A: androthnḗs Transliteration B: androthnēs Transliteration C: androthnis Beta Code: a)ndroqnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ,

   A murderous, φθοραί A.Ag.814.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, (θνήσκω) φονικός, ἀνδροθνῆτας Ἰλίου φθορὰς (κατὰ Βλωμφίλδ. ἀνδροκμῆτας) Αἰσχύλ. Ἀγ. 814.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
c. ἀνδροδάϊκτος.
Étymologie: ἀνήρ, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

-ῆτος homicida ψῆφοι A.A.814.

Greek Monolingual

ἀνδροθνής, ο, η (Α)
φονικός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -θνής, από θ. θνᾶ- του θνήσκω.

Greek Monotonic

ἀνδροθνής: -ῆτος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, θνήσκω), φονικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροθνής: ῆτος adj. Aesch. = ἀνδροδάϊκτος.

Middle Liddell

ἀνήρ, θνήσκω
murderous, Aesch.