νουθετητέος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νουθετητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νουθετητέον</i>, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.
|lsmtext='''νουθετητέος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>νουθετητέον</i>, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νουθετητέος]], η, ον, verb. adj.]<br /><b class="num">1.</b> to be admonished, Eur.<br /><b class="num">2.</b> νουθετητέον, one must [[warn]], Arist.
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετητέος Medium diacritics: νουθετητέος Low diacritics: νουθετητέος Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΤΕΟΣ
Transliteration A: nouthetētéos Transliteration B: nouthetēteos Transliteration C: nouthetiteos Beta Code: nouqethte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.    2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.

Greek Monotonic

νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.

Middle Liddell

νουθετητέος, η, ον, verb. adj.]
1. to be admonished, Eur.
2. νουθετητέον, one must warn, Arist.