βαλλαντιοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
(3) |
(1a) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βαλλαντιοτόμος:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''βαλλαντιοτόμος:''' ὁ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />a cut-[[purse]], Ar., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A cutpurse, footpad, Ecphantid.4, TeleclId.15, Aeschin.3.207, v. l. in Pl.R.552d (leg. βαλλαντιᾱτόμοι (βαλ- codd. AF)); τοῖσι βαλλαντιοτόμοις, prob. for τοῖς βαλαντιοτόμοις, Ar.Ra.772.
French (Bailly abrégé)
c. βαλαντιοτόμος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαλαντιοτόμος Philostr.VA 4.22
cortabolsas, ratero Ecphantid.5, Telecl.16, Ar.Ra.772, Pl.R.552d, Aeschin.3.207, Philostr.l.c.
Greek Monotonic
βαλλαντιοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που κόβει μικρά τσαντάκια, βαλ(λ)λάντια, σε Αριστοφ., Πλάτ.