προκυρόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκῡρόομαι:''' Παθ., επιβεβαιώνομαι από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προκῡρόομαι:''' Παθ., επιβεβαιώνομαι από [[πριν]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to be confirmed [[before]], NTest.
}}
}}

Revision as of 00:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκῡρόομαι Medium diacritics: προκυρόομαι Low diacritics: προκυρόομαι Capitals: ΠΡΟΚΥΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: prokyróomai Transliteration B: prokyroomai Transliteration C: prokyroomai Beta Code: prokuro/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be ratified or confirmed before, ἐν τῷ -κεκυρωμένῳ ψαφίσματι Supp.Epigr.3.674A28 (Rhodes, ii B.C.); διαθήκη -κεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ εοῦ Ep.Gal.3.17:—Med., Anon.Prog.in Rh.1.605 W.

Greek (Liddell-Scott)

προκῡρόομαι: Παθ., ἐπικυροῦμαι πρότερον, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. γ΄, 17, Βυζ.· ― Μέσ., Ρήτορες (Walz) 1. 605.

Greek Monotonic

προκῡρόομαι: Παθ., επιβεβαιώνομαι από πριν, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

Pass. to be confirmed before, NTest.