Σικελίδης: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
(4)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σῑκελίδης:''' дор. [[Σικελίδας|Σῑκελίδᾱς]] ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.
|elrutext='''Σῑκελίδης:''' дор. [[Σικελίδας|Σῑκελίδᾱς]] ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from Σῐκελία]<br />Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]
}}
}}

Revision as of 01:05, 10 January 2019

Greek Monolingual

και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].

Russian (Dvoretsky)

Σῑκελίδης: дор. Σῑκελίδᾱς ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.

Middle Liddell

[from Σῐκελία]
Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]