Στερόπης: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(4) |
(1b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Στερόπης:''' ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes. | |elrutext='''Στερόπης:''' ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[Στερόπης]], ου, ὁ,<br />lightner, [[name]] of one of the [[three]] Cyclopes, Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:10, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.
Greek Monolingual
ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.
Greek Monotonic
Στερόπης: -ου, ὁ, Στερόπης, Αστράπτων, όνομα ενός από τους τρεις Κύκλωπες, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
Στερόπης: ου ὁ Стероп, «Сверкающий» (один из трех киклопов) Hes.
Middle Liddell
Στερόπης, ου, ὁ,
lightner, name of one of the three Cyclopes, Hes.