συνομήθης: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | |elnltext=συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συν-ομήθης, ες = [[συνήθης]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 01:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ες,
A = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
Greek Monolingual
-όμηθες, Α
(ποιητ. τ.) συνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
Greek Monotonic
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
συνομήθης: сжившийся, свыкшийся (ἅλικες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομήθης -ες vertrouwd. AP 6.206.9.
Middle Liddell
συν-ομήθης, ες = συνήθης, Anth.]