σύμπνους: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(39) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]]. | |mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σύμπνους]], ουν, [[συμπνέω]]<br />[[animated]] by one [[breath]], in [[accord]] with, τινι Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:35, 10 January 2019
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Greek Monolingual
-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.
Middle Liddell
σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.