ὤνομα: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(4b)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὤνομα:''' τό эол. = [[ὄνομα]].
|elrutext='''ὤνομα:''' τό эол. = [[ὄνομα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὤνομα]], ατος, τό, [aeolic for [[ὄνομα]].]
}}
}}

Revision as of 02:48, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1412] τό, äol. = ὄνομα.

Greek (Liddell-Scott)

ὤνομα: Αἰολ. ἀντὶ ὄνομα.

French (Bailly abrégé)

éol. c. ὄνομα.

Greek Monotonic

ὤνομα: τό, Αιολ. αντί ὄνομα.

Russian (Dvoretsky)

ὤνομα: τό эол. = ὄνομα.

Middle Liddell

ὤνομα, ατος, τό, [aeolic for ὄνομα.]