λιπαρόχρως: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(3)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐπᾰρόχρως:''' ωτος Theocr. = [[λιπαρόχροος]].
|elrutext='''λῐπᾰρόχρως:''' ωτος Theocr. = [[λιπαρόχροος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπᾰρό-χρως, ωτος, = λῐπᾰρόχρους, Theocr.]
}}
}}

Revision as of 03:30, 10 January 2019

Greek Monolingual

λιπαρόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
λιπαρόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός + χρώς «επιδερμίδα-χρώμα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = το προηγ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπᾰρόχρως: ωτος Theocr. = λιπαρόχροος.

Middle Liddell

λῐπᾰρό-χρως, ωτος, = λῐπᾰρόχρους, Theocr.]