παρηόριος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρηόριος:''' -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ. | |lsmtext='''παρηόριος:''' -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=παρ-ηόριος, η, ον = [[παρήορος]] III., Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:10, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον, later form for sq., τὴν δὲ [νῆα] παρηορίην κόπτεν ῥόος drove it
A from side to side, A.R.4.943 ; = παρήορος 111, π. νόημα AP9.603 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
παρηόριος: -α, -ον, ἴδε τὸ ἐπόμ.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α παρήορος
ο παρήορος.
Greek Monotonic
παρηόριος: -α, -ον, = το επόμ. III, σε Ανθ.
Middle Liddell
παρ-ηόριος, η, ον = παρήορος III., Anth.]