αἱμορραγώδης: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_7) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμορραγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η. | |lstext='''αἱμορραγώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[αἱμορραγώδης]] -ες [[αἱμορραγία]], -ειδης]<br /><b class="num">1.</b> met bloedingen.<br /><b class="num">2.</b> van een bloeding. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ες, = foreg., σημεῖα symptoms
A of haemorrhage, Hp.Prorrh.1.130, Ruf.Ren.Ves.9.2.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμορραγώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμορραγώδης -ες αἱμορραγία, -ειδης]
1. met bloedingen.
2. van een bloeding.