γιγγλυμόομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(big3_10) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=medic. [[encajarse como un gozne]] γεγιγγλύμωνται πρὸς [[ἀλλήλους]] οἱ σπόνδυλοι Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).532. | |dgtxt=medic. [[encajarse como un gozne]] γεγιγγλύμωνται πρὸς [[ἀλλήλους]] οἱ σπόνδυλοι Hp.<i>Art</i>.45, cf. Gal.18(1).532. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γιγγλυμόομαι]] [[γίγγλυμος]] gescharnierd zijn :. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 10 January 2019
English (LSJ)
A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.
Spanish (DGE)
medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn :. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.