τραπεζώ: Difference between revisions
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
(41) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-οῦς, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στην Αθήνα) [[ιέρεια]] της Παλλάδος, [[τραπεζοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. τ. της λ. [[τραπεζοφόρος]] σχηματισμένος από τη λ. [[τράπεζα]] με κατάλ. -<i>ώ</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-οῦς, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στην Αθήνα) [[ιέρεια]] της Παλλάδος, [[τραπεζοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκορ. τ. της λ. [[τραπεζοφόρος]] σχηματισμένος από τη λ. [[τράπεζα]] με κατάλ. -<i>ώ</i>].<br /><b>(II)</b><br />-όω, Α<br /><b>βλ.</b> [[τραπεζώνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = τραπεζοφόρος 2, Hsch. (τραπεζών cod.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζώ: ἡ, = τραπεζοφόρος 2, «τραπεζώ· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).
Greek Monolingual
(I)
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος, τραπεζοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. της λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. -ώ].
(II)
-όω, Α
βλ. τραπεζώνω.