φονός: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(4b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />αυτή που φονεύει, [[φονεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. [[φονός]] (<i>ἡ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]], με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. [[φονός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> παραμένει αμφίβολη].———————— <b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />[[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φονός]] (Ι)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />αυτή που φονεύει, [[φονεύτρια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. [[φονός]] (<i>ἡ</i>) <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]], με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. [[φονός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i> παραμένει αμφίβολη].<br /><b>(II)</b><br />-ή, -όν, Α<br />[[φονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[φονός]] (Ι)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φονός:''' Soph. = [[φόνιος]] 1 и 4.
|elrutext='''φονός:''' Soph. = [[φόνιος]] 1 и 4.
}}
}}

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονός Medium diacritics: φονός Low diacritics: φονός Capitals: ΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phonós Transliteration B: phonos Transliteration C: fonos Beta Code: fono/s

English (LSJ)

ἡ,

   A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.).    II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή 11).

English (Slater)

φονός ? (ἡ)
   1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός () < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].
(II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

φονός: Soph. = φόνιος 1 и 4.