ψιλᾶς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(47c)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Βάκχου στις Αμύκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χεσ</i>-<i>ᾶς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πέτρα]], κράσπεδα».
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[προσωνυμία]] του Βάκχου στις Αμύκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χεσ</i>-<i>ᾶς</i>)].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πέτρα]], κράσπεδα».
}}
}}

Revision as of 12:30, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von ψιλός = λειογένειος, s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλᾶς: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ ψίλον Δωρ. ἀντὶ πτίλον)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
προσωνυμία του Βάκχου στις Αμύκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. χεσ-ᾶς)].
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέτρα, κράσπεδα».