Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μηλιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut

Menander, Monostichoi, 211
(3)
m (Text replacement - "*" to "*")
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Mēlias
|Transliteration B=Mēlias
|Transliteration C=Milias
|Transliteration C=Milias
|Beta Code=*mhlia/s
|Beta Code=*mhlia/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[Μήλιος]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b3">μηλίς</b> (C).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[Μήλιος]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b3">μηλίς</b> (C).</span>
}}
}}

Revision as of 09:52, 13 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλιάς Medium diacritics: Μηλιάς Low diacritics: Μηλιάς Capitals: ΜΗΛΙΑΣ
Transliteration A: Mēliás Transliteration B: Mēlias Transliteration C: Milias Beta Code: *mhlia/s

English (LSJ)

   A v. Μήλιος 11, μηλίς (C).

French (Bailly abrégé)

1άδος
adj. f.
de Mèlis.
Étymologie: Μηλίς.
2άδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

Μηλιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος της νήσου Μήλου
2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες
α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως της μηλιάς
β) οι νύμφες τών ποιμνίων
γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ουραν-ιάς). Ο τ. Μηλιάδες «νύμφες τών ποιμνίων» < μῆλον (II), ενώ ο τ. Μηλιάδες «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» < Μηλίς].

Russian (Dvoretsky)

Μηλιάς: άδος ἡ Μῆλος (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.