Μήλιος
English (LSJ)
α, ον, Dor. Μάλ- IG5(1).1B1 (Sparta, v B.C.), 12(3).1097, al. (Melos):—
A from the island of Meios, Melian, Thgn.672, Th.3.91, etc.; λιμὸς M., prov. of famine, because of the extremities to which the island was reduced at its siege, Ar.Av.186.
II ἡ Μηλία, with or without γῆ, a greyish aluminous earth, which painters mixed with mineral colours, to give them consistency, Dsc.5.159 (γῆ μηλίνη (μιλ- codd.) in Glossaria); also Μηλιάς Hp.Ulc.14, Thphr. De Lapidibus 62, Plu.2.436c: used as a styptic, στυπτηρίη Μηλίη Hp.Steril.225: written -εία Id.Ulc.11,18; corrupted to μηδεία Orib.inc.24.2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.
Russian (Dvoretsky)
Μήλιος: Μῆλος мелосский: Μ. λιμός Arph. мелосский, т. е. волчий голод (в связи со страшным голодом, который терпели мелосцы во время осады их острова афинянами в 416 г. до н. э.).
II ὁ мелосец, житель или уроженец острова Мелос Lys. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Μήλιος: -α, -ον, ὁ ἐκ τῆς νήσου Μήλου, Θέογν. 672, Θουκ., κτλ.· λιμὸς Μ., παροιμία ἐπὶ λιμοῦ, ὡς ἐκ τῆς ἐσχάτης στενοχωρίας εἰς ἣν ἡ νῆσος περιῆλθε κατὰ τὴν πολιορκίαν αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 186, πρβλ. Θουκ. 5. 116. ΙΙ. ἡ Μηλία, μετὰ ἢ ἂνευ τοῦ γῆ, γῆ ὑπόφαιος στυπτηριώδη ἔχουσα δύναμιν, ἣν οἱ ζωγράφοι ἀνεμίγνυον μετ’ ἄλλων χρωμάτων ὅπως καταστήσωσιν αὐτὸ διαρκέστερα, Λατ. melinum, Διοσκ. 5. 180· ὡσαύτως Μηλιὰς Θεόφρ. π. Λίθ. 62· Μηλὶς Πλούτ. 2. 58D· ἐν χρήσει καὶ ὡς στυπτικόν, στυπτηρίη Μηλίη Ἱππ. 681. 26, κτλ.
Greek Monolingual
-ία, -ο, αρσ. και Μηλιός, θηλ. και Μηλιά (Α Μήλιος, -ία, -ον, ιων. θηλ. Μηλίη) Μήλος
1. (ως προσηγορικό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Μήλο ή αυτός που προέρχεται από τη νήσο Μήλο
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Μήλιος, η Μηλία
ο κάτοικος της Μήλου ή αυτός που κατάγεται από τη Μήλο
αρχ.
1. φρ. «Μηλία γῆ» — είδος χώματος της νήσου Μήλου το οποίο οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν αναμεμιγμένο με χρώματα, για να τά κάνουν διαρκέστερα
2. παροιμ. «λιμὸς Μήλιος» — μεγάλη πείνα, επειδή η νήσος παραδόθηκε στους Αθηναίους λόγω μεγάλης πείνας
3. φρ. «Μηλίου ἐκ πόντου» — από το Αιγαίο πέλαγος (Θέογν.).
Greek Monotonic
Μήλιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το νησί της Μήλου, Μήλιος, σε Θέογν., Θουκ.· λιμὸς Μήλιος, παροιμ. έκφραση για την πείνα (λιμό), από τις συμφορές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μήλου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Μήλιος, η, ον
from the island of Melos, Melian, Theogn., Thuc.; λιμὸς M., proverb. of famine, because of the sufferings during the siege of Melos, Ar.