αξύπνητος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμήθηκε [[συνέχεια]], [[χωρίς]] ανεπιθύμητη [[διακοπή]] στον ύπνο του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δεν ξυπνάει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αξύπνητος]]<br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που κοιμήθηκε [[συνέχεια]], [[χωρίς]] ανεπιθύμητη [[διακοπή]] στον ύπνο του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] από τον οποίο δεν ξυπνάει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αξύπνητος]]<br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του
2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς
3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος
ο θάνατος
4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.