έλαφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ἔλαφος]])<br />η [[έλαφος]]<br />το [[ελάφι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>ο [[έλαφος]]<br />[[αρσενικό]] [[ελάφι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) [[δειλός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] ελαφιού<br /><b>3.</b> [[είδος]] γλυκού<br /><b>4.</b> [[ομοίωμα]] ελαφιού ως [[μέτρο]] βάρους.
|mltxt=ο, η (ΑΜ [[ἔλαφος]])<br />η [[έλαφος]]<br />το [[ελάφι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[έλαφος]]<br />[[αρσενικό]] [[ελάφι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) [[δειλός]]<br /><b>2.</b> [[δέρμα]] ελαφιού<br /><b>3.</b> [[είδος]] γλυκού<br /><b>4.</b> [[ομοίωμα]] ελαφιού ως [[μέτρο]] βάρους.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ ἔλαφος)
η έλαφος
το ελάφι
νεοελλ.
ο έλαφος
αρσενικό ελάφι
αρχ.
1. (για άνθρ.) δειλός
2. δέρμα ελαφιού
3. είδος γλυκού
4. ομοίωμα ελαφιού ως μέτρο βάρους.