μαυρομάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άτα, -άτικο, θηλ. και -[[ατού]] και -ατούσα (Μ [[μαυρομάτης]], -άτα, -άτικο και [[μαυρόματος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαυρομάτικα φασόλια» — [[είδος]] φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο [[στίγμα]], αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μαυρομάτης]]<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] πτηνού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαυρομάτα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Ornithogalum arabicum.
|mltxt=-άτα, -άτικο, θηλ. και -[[ατού]] και -ατούσα (Μ [[μαυρομάτης]], -άτα, -άτικο και [[μαυρόματος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μαύρα μάτια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μαυρομάτικα φασόλια» — [[είδος]] φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο [[στίγμα]], αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μαυρομάτης]]<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] πτηνού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μαυρομάτα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού Ornithogalum arabicum.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 14 January 2019

Greek Monolingual

-άτα, -άτικο, θηλ. και -ατού και -ατούσα (Μ μαυρομάτης, -άτα, -άτικο και μαυρόματος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια
2. φρ. «μαυρομάτικα φασόλια» — είδος φασολιών μικρού μεγέθους με μαύρο στίγμα, αλλ. γυφτοφάσουλα, σμυρναίικα, χλωρά ή αμπελοφάσουλα
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο μαυρομάτης
ζωολ. κοινή ονομασία πτηνού
2. το θηλ. ως ουσ. η μαυρομάτα
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Ornithogalum arabicum.