διάτοιχος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(9) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάτοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται [[κατά]] [[πλάτος]] του τοίχου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[διάτοιχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται [[κατά]] [[πλάτος]] του τοίχου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[διάτοιχος]] (ενν. [[λίθος]])<br />[[λίθος]] που συνδέει δύο τοίχους ή που εκτείνεται από τον ένα τοίχο ώς τον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A extending through the width of the wall, ὑπερτόναια ξύλινα δ. IG22.463.57. II Subst. διάτοιχος (sc. λίθος), ὁ, bonding course or stone, ib.11(2).144 A 57,97 (Delos, iv B. C.), 199 C 32 (iii B. C.), Milet.7.56,57 (pl.), cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
arq.
I que se extiende a lo largo de un muro ὑπερτόναια ξύλινα IG 22.463.57 (IV a.C.).
II subst. ὁ δ.
1 perpiaño, sillar que atraviesa toda una pared o que se extiende de una pared a otra, IG 11(2).144A.85 (Delos IV a.C.), 199C.32 (III a.C.), Didyma 25A.21, B.19 (III a.C.), SEG 35.1095.6 (Dídima II a.C.), Hsch.
2 muro transversal, IG 11(2).139d.3, 144A.57, 97, 106 (ambas Delos IV a.C.).
Greek Monolingual
διάτοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτείνεται κατά πλάτος του τοίχου
2. το αρσ. ως ουσ. ο διάτοιχος (ενν. λίθος)
λίθος που συνδέει δύο τοίχους ή που εκτείνεται από τον ένα τοίχο ώς τον άλλο.