μπάσος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(26)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> [[χαμηλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπάσα [[φωνή]]»<br /><b>μουσ.</b> α) χαμηλή, [[βαθιά]] [[φωνή]], η [[φωνή]] του βαθυφώνου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[μπάσος]]<br />ο [[βαθύφωνος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μπάσο]]<br /><b>βλ.</b> [[μπάσο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μπάσα</i><br />με [[μπάσο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μπάσο]]].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> [[χαμηλός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μπάσα [[φωνή]]»<br /><b>μουσ.</b> α) χαμηλή, [[βαθιά]] [[φωνή]], η [[φωνή]] του βαθυφώνου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μπάσος]]<br />ο [[βαθύφωνος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[μπάσο]]<br /><b>βλ.</b> [[μπάσο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μπάσα</i><br />με [[μπάσο]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[μπάσο]]].
}}
}}

Revision as of 11:16, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο
1. χαμηλός
2. φρ. «μπάσα φωνή»
μουσ. α) χαμηλή, βαθιά φωνή, η φωνή του βαθυφώνου
3. το αρσ. ως ουσ. ο μπάσος
ο βαθύφωνος
4. το ουδ. ως ουσ. το μπάσο
βλ. μπάσο.
επίρρ...
μπάσα
με μπάσο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μπάσο].