ὀμφαλώδης: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(3b)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀμφαλώδης]], -ῶδες) [[ομφαλός]]<br />[[ομφαλοειδής]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ομφαλώδης]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 [[περίπου]] είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.
|mltxt=-ες (Α [[ὀμφαλώδης]], -ῶδες) [[ομφαλός]]<br />[[ομφαλοειδής]]<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ομφαλώδης]]<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 [[περίπου]] είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλώδης:''' пуповидный Arst.
|elrutext='''ὀμφᾰλώδης:''' пуповидный Arst.
}}
}}

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλώδης Medium diacritics: ὀμφαλώδης Low diacritics: ομφαλώδης Capitals: ΟΜΦΑΛΩΔΗΣ
Transliteration A: omphalṓdēs Transliteration B: omphalōdēs Transliteration C: omfalodis Beta Code: o)mfalw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ὀμφαλοειδής, Arist.HA550a21, GA752b2.

German (Pape)

[Seite 343] ες, = ὀμφαλοειδής, Arist. gener. anim. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ ὀμφαλοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 6, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀμφαλώδης, -ῶδες) ομφαλός
ομφαλοειδής
το αρσ. ως ουσ. ο ομφαλώδης
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βοραγινίδες, στο οποίο ανήκουν 24 περίπου είδη της περιοχής της Μεσογείου και του Μεξικού.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλώδης: пуповидный Arst.