σπορ: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(38)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σπορτ]], το, Ν<br /><b>1.</b> αθλητικό [[παιχνίδι]], [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα [[σπορ]]<br />ο [[αθλητισμός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «[[σπορ]] [[ντύσιμο]]» β. «[[σπορ]] παπούτσια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>sport</i>].
|mltxt=και [[σπορτ]], το, Ν<br /><b>1.</b> αθλητικό [[παιχνίδι]], [[άθλημα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τα [[σπορ]]<br />ο [[αθλητισμός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «[[σπορ]] [[ντύσιμο]]» β. «[[σπορ]] παπούτσια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>sport</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

και σπορτ, το, Ν
1. αθλητικό παιχνίδι, άθλημα
2. στον πληθ. τα σπορ
ο αθλητισμός
3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αθλητισμό ή σχετίζεται με αυτόν (α. «σπορ ντύσιμο» β. «σπορ παπούτσια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sport].