οστέινος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(29)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστέϊνος]], -ΐνη, -ον) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br />κατασκευασμένος από οστά, [[κοκάλινος]], [[κοκαλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[οστεΐνη]]<br />οργανική [[ένωση]] η οποία αποτελεί τη θεμέλια [[ουσία]] του οστίτη ιστού.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀστέϊνος]], -ΐνη, -ον) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br />κατασκευασμένος από οστά, [[κοκάλινος]], [[κοκαλένιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[οστεΐνη]]<br />οργανική [[ένωση]] η οποία αποτελεί τη θεμέλια [[ουσία]] του οστίτη ιστού.
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀστέϊνος, -ΐνη, -ον) [[οστέον / οστούν]]
κατασκευασμένος από οστά, κοκάλινος, κοκαλένιος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η οστεΐνη
οργανική ένωση η οποία αποτελεί τη θεμέλια ουσία του οστίτη ιστού.