οφθάλμιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(30) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφθάλμιος]], -ον (Α) [[οφθαλμός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τους οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=[[ὀφθάλμιος]], -ον (Α) [[οφθαλμός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τους οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ὀφθάλμια]]<br />α) η [[περιοχή]] τών οφθαλμών<br />β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική [[παράσταση]] οφθαλμών ως [[ανάθημα]]. | ||
}} | }} |