κούμπωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κόμβωμα]]) <b>νεοελλ.</b> η [[σύνδεση]], η [[προσαρμογή]] κουμπιού στην [[κουμπότρυπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[στόλισμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[κομβώματα]]<br />καλλωπίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κούμπωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κουμπώνω]], ενώ ο τ. [[κόμβωμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>κομβῶ</i>].
|mltxt=το (Α [[κόμβωμα]]) <b>νεοελλ.</b> η [[σύνδεση]], η [[προσαρμογή]] κουμπιού στην [[κουμπότρυπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[στόλισμα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>στον πληθ.</b> τὰ [[κομβώματα]]<br />καλλωπίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κούμπωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[κουμπώνω]], ενώ ο τ. [[κόμβωμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>κομβῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα
2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα
καλλωπίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ].