σκληροκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζειν → explain Homer from Homer, explain Homer with Homer
(37) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[σκληροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ισχυρογνώμονας]], [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[σκληροκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ισχυρογνώμονας]], [[πεισματάρης]], [[ξεροκέφαλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σκληροκέφαλον]]<br />[[είδος]] αράχνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 14 January 2019
German (Pape)
[Seite 900] hartköpfig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, ἰσχυρογνώμων, Θεοφάν. Νόνν.
Greek Monolingual
-η, -ο / σκληροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κέφαλος (< κεφαλή)].