ιθυντήρ: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δο</i>-<i>τήρ</i>, <i>κυβερνη</i>-<i>τήρ</i>].
|mltxt=[[ἰθυντήρ]], -ῆρος, ὁ και θηλ. [[ἰθύντειρα]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο [[πηδαλιούχος]]<br /><b>2.</b> [[ηγεμόνας]], [[διοικητής]], [[κυβερνήτης]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἰθύντειρα]]<br />επίθ. της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. αρσ. -<i>τηρ</i> (θηλ. -<i>τειρα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δο</i>-<i>τήρ</i>, <i>κυβερνη</i>-<i>τήρ</i>].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ.ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δο-τήρ, κυβερνη-τήρ].