κληματσίδα: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(20)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κλεμαξίδα]], η (Μ [[κληματσίδα]])<br />[[κληματόβεργα]], [[κληματίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κληματίς]] με [[μαλάκωμα]] του -<i>τ</i>-, [[πριν]] από -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδρωτίλα</i> &GT; [[δρωτσίλα]]].
|mltxt=και [[κλεμαξίδα]], η (Μ [[κληματσίδα]])<br />[[κληματόβεργα]], [[κληματίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κληματίς]] με [[μαλάκωμα]] του -<i>τ</i>-, [[πριν]] από -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιδρωτίλα</i> > [[δρωτσίλα]]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα)
κληματόβεργα, κληματίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα του -τ-, πριν από -ι-, πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα].