μερί: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα [[μεριά]]<br />α) οι λαγόνες και το [[μεταξύ]] αυτών [[τμήμα]] του σώματος<br />β) τα [[πλευρά]] της πρύμνης πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[υποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐβγαίνω ἀπὸ [[μερί]]» — [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μηρία]]<br />τα μηριαία οστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερί]] <span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίον</i> (με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ προ του -<i>ρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] &GT; [[σίδερο]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μηρ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μηρός]]].
|mltxt=και [[μηρί]], το (ΑM [[μηρίον]], Μ και μηρίν και μερίν και [[μερί]] και μέρι)<br />ο [[μηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα [[μεριά]]<br />α) οι λαγόνες και το [[μεταξύ]] αυτών [[τμήμα]] του σώματος<br />β) τα [[πλευρά]] της πρύμνης πλοίου<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]], [[υποστάτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐβγαίνω ἀπὸ [[μερί]]» — [[κατάγομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> τα [[μηρία]]<br />τα μηριαία οστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μερί]] <span style="color: red;"><</span> <i>μερ</i>-<i>ίον</i> (με [[τροπή]] του /i/ σε /e/ προ του -<i>ρ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[σίδηρος]] > [[σίδερο]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μηρ</i>-<i>ίον</i>, υποκορ. του [[μηρός]]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι)
ο μηρός
νεοελλ.
στον πληθ. τα μεριά
α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα του σώματος
β) τα πλευρά της πρύμνης πλοίου
μσν.
1. βάση, υποστάτης
2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» — κατάγομαι
αρχ.
συν. στον πληθ. τα μηρία
τα μηριαία οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μερί < μερ-ίον (με τροπή του /i/ σε /e/ προ του -ρ-, πρβλ. σίδηρος > σίδερο) < μηρ-ίον, υποκορ. του μηρός].