επισωρεύω: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ | |mltxt=(AM [[ἐπισωρεύω]])<br />(<b>για πρόσ.</b>) (ενεργ. και μέσ.) [[συγκεντρώνω]], [[συσσωρεύω]], [[μαζεύω]] (α. «τα πλήθη [[βλέπω]] να επισωρεύωνται», Κάλβος<br />β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσσωρεύω]], [[σωριάζω]] («αυτός ο [[πόλεμος]] επισώρευσε πολλές συμφορές στη [[χώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σωριάζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] [[κάτι]] στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», <b>Αθήν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῦ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).