επίλοιπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίλοιπος]], -ον) [[επιλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ [[προκείμενον]] τῶν ἐπιλοίπων λόγων [[πάλιν]] ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, [[μελλοντικός]] («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῑς θείς», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίλοιπος]], -ον) [[επιλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]], αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ [[προκείμενον]] τῶν ἐπιλοίπων λόγων [[πάλιν]] ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, [[μελλοντικός]] («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῑς θείς», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) επιλείπω
ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῑς θείς», Πλάτ.).