επίλοιπος
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπίλοιπος, -ον) επιλείπω
ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῦ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
(για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον νόμους αὐτοῖς θείς», Πλάτ.).