επιλείπω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

ἐπιλείπω (Α)
1. αφήνω, εγκαταλείπω
2. παθ. υστερώ, υπολείπομαι («ἐπιλέλειπται παντὸς ἀριθμοῦ», Πλάτ.)
3. αφήνω κάτι άθικτο («ὡς οὔτε τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδὲν οὔτε τῶν φίλων», Πλάτ.)
4. δεν επαρκώ, λείπω («γλαῦκες ὑμᾱς οὔποτ’ ἐπιλείψουσι», Αριοτοφ.)
5. εξαντλούμαι, στερεύω, ξεραίνομαι
6. είμαι ελλιπής («τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλειπε», Ξεν.)
7. μένω πίσω.