ευαγγελίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[εὐαγγελίζομαι]]) [[ευάγγελος]]<br />[[φέρνω]] καλές ειδήσεις, [[αναγγέλλω]] ευχάριστα νέα, [[δίνω]] χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κηρύσσω]], [[διδάσκω]] το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] το Ευαγγέλιο της ημέρας<br /><b>3.</b> [[κηρύσσω]] [[κάτι]] ως ευχάριστη [[είδηση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[δέχομαι]] ευχάριστες ειδήσεις<br />β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο [[γεγονός]] («ἡ [[βασιλεία]] | |mltxt=(ΑΜ [[εὐαγγελίζομαι]]) [[ευάγγελος]]<br />[[φέρνω]] καλές ειδήσεις, [[αναγγέλλω]] ευχάριστα νέα, [[δίνω]] χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κηρύσσω]], [[διδάσκω]] το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] το Ευαγγέλιο της ημέρας<br /><b>3.</b> [[κηρύσσω]] [[κάτι]] ως ευχάριστη [[είδηση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> α) [[δέχομαι]] ευχάριστες ειδήσεις<br />β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο [[γεγονός]] («ἡ [[βασιλεία]] τοῦ Θεοῡ εὐαγγελίζεται», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐαγγελίζομαι) ευάγγελος
φέρνω καλές ειδήσεις, αναγγέλλω ευχάριστα νέα, δίνω χαρμόσυνες υποσχέσεις («λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῑν», Αριστοφ.)
αρχ.-μσν.
1. κηρύσσω, διδάσκω το Ευαγγέλιο («εὐαγγελίσασθαι πτωχοῑς ἀπέσταλκέ με», ΠΔ)
2. διαβάζω το Ευαγγέλιο της ημέρας
3. κηρύσσω κάτι ως ευχάριστη είδηση
4. παθ. α) δέχομαι ευχάριστες ειδήσεις
β) αναγγέλλομαι ως χαρμόσυνο γεγονός («ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῡ εὐαγγελίζεται», ΚΔ).